Πόσο καλοί/ές είσαστε στη πρωινή βόλτα...!?!?!?
Τελευταία Νέα - Recent News
FB Group:
Ο Σκύλος Μου Κι Εγώ - My Dog And I
BLOG:
http://oskilosmoukiego.blogspot.com/
Αν παρατηρηθεί και από εσάς ότι ο τίτλος “5ος διαγωνισμός για Καλό Καλοκαίρι: Κερδίστε έναν οδηγό ή ένα ονυχοδρόμιο απο το Pet Shop Snoopy” εμφανίζεται σε άσχετες αναρτήσεις, οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα (υποθέτω) του Blogspot και γι’ αυτό όταν ανέβασα αυτή την ανάρτηση μου άλλαξε μερικούς τίτλους από παλαιότερες αναρτήσεις.
Κοιτάζω να τα διορθώσω ένα ένα...
Ευχαριστώ για τη κατανόηση σας.
Αλέξανδρος Καπελλάκης
Ο Σκύλος Μου Κι Εγώ - My Dog And I
BLOG:
http://oskilosmoukiego.blogspot.com/
Αν παρατηρηθεί και από εσάς ότι ο τίτλος “5ος διαγωνισμός για Καλό Καλοκαίρι: Κερδίστε έναν οδηγό ή ένα ονυχοδρόμιο απο το Pet Shop Snoopy” εμφανίζεται σε άσχετες αναρτήσεις, οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα (υποθέτω) του Blogspot και γι’ αυτό όταν ανέβασα αυτή την ανάρτηση μου άλλαξε μερικούς τίτλους από παλαιότερες αναρτήσεις.
Κοιτάζω να τα διορθώσω ένα ένα...
Ευχαριστώ για τη κατανόηση σας.
Αλέξανδρος Καπελλάκης
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
Γητευτής σκύλων
1:02 μ.μ. | Από
Καπελλάκης Αλέξανδρος |
Επεξεργασία ανάρτησης
Λένα Διβάνη
Ενα πεινασμένο στόμα
εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 349, ευρώ 16,88
Σε δύο θέματα οι συγγραφείς δείχνουν τον υψηλό δείκτη της κοινωνικής τους ευαισθησίας: τα δικαιώματα των μεταναστών και των ζώων. Αυτή η δεύτερη ευαισθησία τους εμφανίζεται ως συνέπεια και προωθημένη μορφή της ζωοφιλίας, όπως αυτή έχει εξελιχθεί στα αστικά κέντρα. Ολο και συχνότερα, σε διηγήματα και μυθιστορήματα, εμπλέκονται ως θύματα μετανάστες και ζώα, είτε ως κυρίως θέμα είτε ως διάνθισμα της υπόθεσης. Συνήθως το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε μία από τις δύο κατηγορίες, με τους μετανάστες σαφώς να υπερέχουν. Στην πρόσφατη σοδειά, ωστόσο, υπάρχουν δύο μυθιστορήματα, που σχεδόν ταυτοποιούν τα δύο θέματα, ασκώντας καυστική κριτική. Τα δύο βιβλία έρχονται από δύο ομήλικες συγγραφείς, που είναι και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι: την Ελένη Γιαννακάκη και τη Λένα Διβάνη. Η πρώτη βάζει στο στόχαστρο την Ελλάδα ως «το μαύρο πρόβατο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ η δεύτερη επικεντρώνεται στους εγχώριους καταπατητές. Οσον αφορά τα ζώα, και οι δύο επιλέγουν τους σκύλους, που είναι και το κατ' εξοχήν κατοικίδιο του άστεως, είτε ως σύντροφος είτε ως πρόξενος όχλησης. Από τους μετανάστες, συμφωνούν στους Αλβανούς, παρ' όλο που η Γιαννακάκη προτιμά ως θύμα στην κορυφαία σκηνή έναν Κούρδο.
Βεβαίως, το γεγονός ότι ο ήρωας της Διβάνη είναι Αλβανός, υποτίθεται ότι συνιστά την καταληκτική ανατροπή. Δηλαδή, μια μυθοπλαστική έκπληξη, που ένας καθωσπρέπει βιβλιοπαρουσιαστής θα έπρεπε να σεβαστεί. Οι υπαινιγμοί, όμως, της αφήγησης είναι τόσο πολλοί και τόσο εμφανείς, που δεν χρειάζεται να είναι κανείς Πουαρώ για να εικάσει ότι πρόκειται, αν όχι περί Αλβανού, πάντως, σίγουρα, περί μετανάστη. Αρκεί και μόνον η περιγραφή για το πώς έφτασε στην Ελλάδα, «πέντε χρονώ παιδάκι», με τους γονείς του, μέσα σε μια βάρκα. Στη σκηνή υπάρχουν όλα τα στερεότυπα της διά θαλάσσης εισόδου στη χώρα των λαθρομεταναστών, από την καταδίωξη των λιμενικών μέχρι τον πνιγμό του πατέρα. Σε δραματικούς τόνους η αφήγηση για τον τρόπο που η μητέρα έσωσε το μικρό παιδί, δείχνει να εμπνέεται από την αντίστοιχη σκηνή της πρόσφατης νουβέλας του Δημήτρη Νόλλα «Ναυαγίων πλάσματα». Οπως και να έχει, παραμένει ευρηματικός ο τρόπος που η Διβάνη συνδυάζει τους Αλβανούς με τους σκύλους, επινοώντας για τον ήρωά της το επάγγελμα του εκπαιδευτή σκύλων. Οσον αφορά το γοητευτικό του προφίλ και τον τρόπο που επιβάλλεται στο ζώο, φαίνεται επηρεασμένη από το μπεστ σέλερ του Νίκολας Εβανς «Ο γητευτής των αλόγων». Αλλωστε, και το δικό της μυθιστόρημα στηρίζεται στη σχέση με το ζώο ως αντανάκλαση των ανθρώπινων σχέσεων.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 20 κεφάλαια, μοιρασμένα σε δύο πρωτοπρόσωπους αφηγητές, που εναλλάσσονται. Ο ένας είναι ο εκπαιδευτής σκύλων, που τυγχάνει και πτυχιούχος Νομικής. Ο άλλος, ένας διακεκριμένος καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γιος μεγαλοδικηγόρου και γαμπρός του καθηγητή, τον οποίο διαδέχτηκε στην έδρα. Με άλλα λόγια, τοποθετούνται στα άκρα της κλίμακας των προνομιούχων. Οπως εκ διαμέτρου αντίθετα είναι και τα αισθήματά τους για τους σκύλους. Ο εκπαιδευτής προτιμά τον σκύλο του από τους ανθρώπους, ενώ ο καθηγητής βδελύσσεται και φοβάται τον σκύλο, που η σύζυγός του έφερε στο διαμέρισμά τους. Η ζωοφιλία της συζύγου παραπέμπει στη μορφή ζωοφιλίας που συναντάται στους ευκατάστατους αστούς. Το σκυλί δεν είναι παρά ένα αξεσουάρ πολυτελείας, αδιάφορο αν προκαλεί όχληση. Προς μετριασμό της ενόχλησης των συγκατοίκων τους στην πολυκατοικία, ο καθηγητής αναγκάζεται να το πάει βραδινή βόλτα στον Λυκαβηττό. Αυτό ακριβώς στέκεται η αφορμή της γνωριμίας των δύο ανδρών, η οποία ξεκινά από την ήττα, κατά τη συμπλοκή των δύο σκύλων, εκείνου του καθηγητή, προοιωνιζόμενη όσα μέλλεται να συμβούν. Πάντως, σύμφωνα με την αφήγηση, η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη με βάση τις ράτσες τους. Οπως φαίνεται και από τις εισαγωγικές ευχαριστίες της συγγραφέως, πριν ξεκινήσει, μυήθηκε στον «θαυμαστό κόσμο των σκύλων». Το αποτέλεσμα θα το κρίνουν οι κυνογνώστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να απογοητευτούν. Αντιθέτως, θα διασκεδάσουν κι ας αγνοούν το ερντέιλ τεριέ ή το πίτμπουλ.
Ο καθηγητής περιγράφει εαυτόν ως ένα άτομο συγκρατημένο και ανασφαλές. Αντιθέτως, ο εκπαιδευτής αυτοθαυμάζεται και εν γένει προβάλλει σαν τέρας αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας. Και οι δύο μεγάλωσαν προσκολλημένοι στη μητέρα τους, μόνο που στον δεύτερο το οιδιπόδειο φαίνεται να επισκιάστηκε από την κακομεταχείριση, που υπέστη από τους ντόπιους και η οποία δείχνει ως μοναδικό αίτιο της αχαλίνωτης παρόρμησής του να υπερισχύσει. Εντιμος διαγράφεται ο πρώτος, οπαδός της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ο δεύτερος. Εγκρατής έως και παθητικός στα ερωτικά ο πρώτος, γητευτής και των γυναικών ο δεύτερος, τόσο μάστορας, που φτάνει να κάνει επαγγελματική χρήση των ταλέντων του. Πιστεύουμε, όμως, ότι σε αυτόν τον τομέα η συγγραφέας προδίδει τους ήρωές της. Οσον αφορά τον καθηγητή, του προσδίδει ομοφυλοφιλικές ορέξεις, μόνο και μόνο για να «δέσει» την ιστορία της. Ενώ, στην περίπτωση του εκπαιδευτή, θα πρέπει να την παρέσυρε ο οίστρος της, καθώς η αισθητική του ήρωά της για τους νεαρούς άντρες και τις μεσόκοπες γυναίκες γέρνει προς μια νεοφεμινίζουσα ματιά.
Το μοίρασμα των κεφαλαίων θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν διαδοχικές κινήσεις σε μια παρτίδα σκακιού, με στόχο την τελική εξόντωση του ενός εκ των δύο, επαναφέροντας στη σημερινή συγκυρία την άλλοτε ποτέ πάλη των τάξεων. Ομως η Διβάνη, παρότι είχε ήρωες και θέμα στο πιάτο, προτίμησε, για ακόμη μια φορά, το είδος μυθιστορήματος στο οποίο έχει πάρει το κολάι. Στήνει την υπόθεση κατά τη λογική των μυθιστορημάτων σούπερμαν, αντικαθιστώντας τον αγαθοποιό τους ήρωα με έναν σατανικό, που εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός. Δρα αστραπιαία, για να αποδειχθεί, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις του, ένας «εξολοθρευτής άγγελος» της γηγενούς μεγαλοαστικής τάξης.
Οι τίτλοι των κεφαλαίων συνιστούν αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά των σκύλων. Αντλούνται από τη σοφία ενός εκπαιδευτή σκύλων, παραπέμπουν, όμως, στα κατορθώματα του εκπαιδευτή στον οικογενειακό περίγυρο και τον επαγγελματικό χώρο του καθηγητή. Στο σπίτι του καθηγητή έχει να αντιμετωπίσει το δίδυμο συζύγου και οικιακής βοηθού. Η πρώτη είναι μια πενηντάρα, που παρέμεινε το κακομαθημένο παιδί του μπαμπά της. Ενδιαφέρεται μόνο για τον καλλωπισμό της, παραμελώντας σύζυγο και μοναχογιό, των οποίων τη φροντίδα, ως άλλη μητέρα, έχει αναλάβει η δεύτερη. Πρόκειται για μια Αλβανίδα, που περιγράφεται συνετή και στοργική. Οσο για τον γιο, αυτός βρίσκεται για σπουδές στο Λονδίνο και εξασφαλίζει στον εκπαιδευτή τον πιο θεαματικό, σχεδόν ηράκλειο, άθλο του, που έμελλε να είναι και ο στερνός του. Ευφυέστατος μεν, αλλά κάνει το μοιραίο λάθος να υπολογίζει τις κινήσεις των θυμάτων του με βάση τα ανακλαστικά των σκύλων, υποτιμώντας την εμβέλεια των ανθρώπινων αντιδράσεων.
Ο κυρίως, όμως, χώρος δράσης του εκπαιδευτή είναι το Καποδιστριακό. Επιλέγοντας η Διβάνη έναν καθηγητή Νομικής, φαινόταν να υπόσχεται ένα ενδιαφέρον πανεπιστημιακό μυθιστόρημα. Κι αυτό, γιατί η εν λόγω Σχολή δεν είναι μόνο μια Σχολή με λαμπρή παράδοση, μία από τις τέσσερις πρώτες που ιδρύθηκαν το 1837, «η alma mater της αφρόκρεμας της χώρας», όπως επαίρεται ο κύριος καθηγητής, αλλά και η μήτηρ πολλών επιφανών της σημερινής διαπλοκής. Οπότε ένα μυθιστόρημα με ήρωες πρόσωπα της Νομικής Σχολής θα μπορούσε να διακλαδίζεται τόσο στις ισορροπήσεις κατά τις εκλογές καθηγητών, αναδεικνύοντας τον ρόλο που παίζουν οι «κλίκες» των καθηγητών και οι φατρίες των φοιτητών, συνδικαλισμένων και μη, όσο και στον πολιτικό βίο της χώρας, τον κεντρικό και τον περιφερειακό των Δήμων. Ολα αυτά, βεβαίως, αποτελούν θέματα επιμέρους κεφαλαίων. Και το σκάνδαλο της Ζίμενς, και ένας βορειοελλαδίτης «βλαχοδήμαρχος», και η αγοραπωλησία βαθμών, και οι στημένες εκλογές καθηγητών, αναφέρονται, επί τροχάδην, όμως, για τις ανάγκες του σούπερμαν ήρωα, που «καθαρίζει» με τη συνεργία των συμπατριωτών του. Μένει, πάντως, ζητούμενο, αν η ανάμειξη της αλβανικής μαφίας αποτελεί εύρημα προς εξυπηρέτηση της υπόθεσης ή πραγματολογική πτυχή σε όσα συμβαίνουν εντός των Πανεπιστημίων. Συνοψίζοντας, η Διβάνη με τα βιβλία της έχει κατοχυρώσει εντός μιας 15ετίας μια χαρισματική συγγραφική παρουσία, δεν έχει, όμως, ακόμη δώσει ένα βιβλίο διαρκέστερης πνοής.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Γαυγoκούτι - Shoutbox:
Άλλα ιστολόγια
-
Χαρίζεται κουταβούλα, η Black Swan - ΥΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΜΗΔΕΝ ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑ...Πριν από 13 χρόνια
Δείτε και:
Blog Archive
- Αυγούστου (73)
- Ιουλίου (27)
- Φεβρουαρίου (100)
- Ιανουαρίου (193)
- Δεκεμβρίου (194)
- Νοεμβρίου (237)
- Οκτωβρίου (157)
- Ιουνίου (26)
- Μαΐου (66)
- Απριλίου (64)